Φωτογραφία, ένα σύγχρονο μυστήριο.
Το μυστήριο της «αρπαγής/απαγωγής» του Χρόνου ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει! Με την αιχμηρή ακρίβεια της στιγμής, του «όπου με πέτυχε», η φωτογραφία συνιστά υψηλότατο μνημείο αποτύπωσης του άπιαστου, του ασύλληπτου
ή
της ψυχής των πραγμάτων.
(Δεν είναι τυχαίο ότι ετρόμαζαν ή εξοργίζονταν οι πρωτόγονες αθωότητες όποτε αντίκριζαν μπροστά στα μάτια τους «την αιχμαλωσία της ψυχής τους»!)
Η φωτογραφία θεσμοθετεί εορταστικά μπροστά στα μάτια μας –τουλάχιστον κατά τον Roland Barthes– μια απλή όσο και τρομαχτική διαπίστωση: «έχω υπάρξει».
Ο Βαγγέλης Τσάκος είναι ένας από αυτούς τους εξαίρετους προαγωγούς αυτού του μυστηρίου, που μέσα από ένα σπάνιο βλέμμα προς την Ιστορία και την ευαισθησία στα πράγματα πιστοποίησαν το μυστήριο και το επιχείρημα της φωτογραφίας ως υψηλής Τέχνης. Αυτός ο μοναδικός φωτογράφος δε, κάτοικος της Ελευσίνας, καταφέρνει μέσα από τις φωτογραφίες του τη μοναδικότητα να αιχμαλωτίζει όχι μονάχα αυτό που βλέπουμε, αλλά εξόχως αυτό που κρύβεται, αυτό που λείπει.
Το βλέμμα του μέσα από τη Leica, για πενήντα σχεδόν χρόνια έπεφτε πάνω:
στην καθημερινότητα, στον αθλητισμό, στα πρόσωπα των ανθρώπων, στο εργατικό κίνημα, στα βουνά –που διατρέχει και σκαρφαλώνει ακούραστα–, στα άνθη και την ποίηση των εποχών, λες και ακούς Vivaldi. Είμαστε προνομιούχοι, μιας και το ανεκτίμητο όσο και τεράστιο έργο του –για όσους στρέψουν το βλέμμα τους να το δουν– μας μαθαίνει να βλέπουμε. Ο Τσάκος, μέσα από αναρίθμητες απεικονίσεις, αποκαλύπτει την ίδια την πραγματικότητα που γνωρίζουμε λες και είναι μια άλλη, αποκαλύπτει τη πραγματικότητα μπροστά στα μάτια μας με τρόπο σαν να μην ήταν ποτέ πριν εκεί…
Γιατί μιλώ έτσι γι’ αυτόν; Γιατί είναι σπάνιος. Όπου έπεφτε το βλέμμα του εκθριάμβευε αυτό που κοιτούσε.
Ο Θάνος Τσίγκος, από την άλλη, φαίνεται να είναι ο μόνος θνητός –απ’ όσο γνωρίζουμε– που του είχε επιτραπεί να αλητεύει σε εκείνους τους ολάνθιστους αγρούς όπου έτρεχε η Περσεφόνη, ζωγραφίζοντάς τους.
Έχετε προσέξει τα άνθη του;
Έχετε προσέξει τα χρώματα;
Για να καταλάβουμε κάπως εκείνο τον παράξενο μύθο με την αρπαγή της Κόρης απ’ τον μεγάλο Κλέφτη, μας κληροδότησαν οι θεοί, αν υπάρχουν, δυο τρία πράγματα για να καταγινόμαστε: έναν ύμνο στη Δήμητρα, τα ερείπια –μαρμάρινα ή μη– μιας μυστηριακής θρησκείας, έναν τόπο/πόλη –την Ελευσίνα–, ένα τέκνο της να απεικονίσει τα μυθικά λουλούδια –τον Θάνο Τσίγκο δηλαδή– και τα άνθη του.
Ναι, αυτός ο τόπος, η Ελευσίνα, γέννησε και τον μύθο και τον Τσίγκο για να τον απεικονίζει στην πιο τρεμάμενη, εύθραυστη υφή του. Δεν πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζωγραφίζει, αλλά για έναν ιεροφάντη του χρώματος και της μορφής των ανθέων. Περιπλανήθηκε στον κόσμο, κατέληξε στο Παρίσι, όπου η πόλη του φωτός έδωσε χώρο στην εξαιρετικότητά του εκθέτοντας το βλέμμα του στο χρώμα μέχρι και μέσα στο Λούβρο.
Χαζεύοντας για ώρα τα λουλούδια του, τις μορφές τους και τα χρώματα, κάποια στιγμή είδα φευγαλέα την Περσεφόνη.
Γιατί μιλώ έτσι για αυτούς; Δεν πρόκειται απλώς για «καλούς» ή «μεγάλους» καλλιτέχνες, αλλά επειδή είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που βαθαίνουν και πλουτίζουν την αντίληψη, αποθεώνουν το Πραγματικό και διευρύνουν προς το βάθος την εμπειρία μας μέσα στην ίδια τη Γλώσσα.
«Βγάζει κι η Ελευσίνα στάρι;»
ΤΣ, ΤΣ, ΤΣ, ΤΣ!…
Ναι, βρε, βγάζει και μύθους!
Τσάκος – Τσίγκος