Φροντίζοντας έναν ελαιώνα που μου κληροδότησε ο παππούς μου, άνοιξε για μένα ένα παράθυρο σε έναν κόσμο που τον αγαπούσα αλλά δεν είχα τoν χρόνο να τoν απολαύσω – υποχρεώσεις, οικογένεια, παιδιά, δουλειά με ανάγκαζαν να είμαι σε ένα διαφορετικό περιβάλλον για περισσότερο από 30 χρόνια χωρίς να χάνω την επαφή. Ένα πρωινό λοιπόν, καθαρίζοντας και κόβοντας τα παράριζα της ελιάς (μικρά κλαδάκια που γεννάει η ρίζα της ελιάς), βλέπω αρκετές μέλισσες να με περιτριγυρίζουν και να μπαίνουν στην κουφάλα της ρίζας του δέντρου. Διάλεγαν ένα σπίτι που τους είχε δώσει απλόχερα η ελιά.
Ξαφνικά άρχισα να χαίρομαι λες και είχα κάνει κάποια σοβαρή ανακάλυψη. Το όμορφο με συναρπάζει στη ζωή, σύμφωνα με τα προσωπικά μου γούστα, και μία τέτοια συνάντηση αρκούσε για να μου φτιάξει τη μέρα. Έκατσα αρκετή ώρα καθαρίζοντας όλο τον κορμό, που έμοιαζε σαν μικρογραφία κυψέλης για τις μέλισσες που όλη αυτή την ώρα βούιζαν γύρω μου.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν με τακτικές επισκέψεις στη συγκεκριμένη ελιά, αν και οι δουλειές πολλές, κι είχα να κάνω και άλλα πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Όμως η χαρά της επαφής δεν σταματούσε, και κάθε μέρα η σκέψη μου ήταν μήπως έπρεπε να τις βοηθήσω, να φωνάξω κάποιο μελισσοκόμο, να τις βγάλω από την τρύπα τους και να τις βάλω σε μια καινούρια κυψέλη. Η ιδέα ότι έπρεπε να καταστρέψω τη ρίζα ή να κάνω κάτι με καπνό και όλα τα σχετικά δεν μου άρεσε, μια και εκείνες το διάλεξαν και ίσως ήξεραν καλύτερα από μένα.
Άρχισα να παίρνω πληροφορίες από βιβλία, από το ίντερνετ, από γνωστούς και φίλους.
Ζώντας στην Ελευσίνα και βλέποντας τον ήπιο καιρό της από μικρό παιδί, όταν ο ήλιος της δεν φαινόταν από τον μαύρο καπνό των εργοστασίων, η ιδέα της αναγέννησης της φύσης μαζί με την πιστή εργάτριά της με μάγεψε.
Μια φίλη του ανθρώπου και της φύσης γενικότερα θα βοηθούσε στην επούλωση των τραυμάτων μίας βιομηχανικής περιοχής τώρα που τουλάχιστον τα μεγάλα εργοστάσια εγκατέλειψαν τον ιστό της πόλης. Ήθελα μία κυψέλη με πληθυσμό αρκετό για να τον μελετήσω, να δω αρχικά τη ζωή του. Οι πληροφορίες βροχή, και έμαθα ότι, σύμφωνα με τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πορφύριο, ο μύθος λέει πως η Μέλισσα ήταν η γριά τροφός του Δημοφώντα, γιου του Κελεού, που η Δήμητρα πολύ τη συμπάθησε και φανέρωσε σ’ αυτήν όλα τα μυστικά της, όμως την όρκισε να μην αποκαλύψει τίποτα και σε κανέναν. Αυτό έπεσε πολύ βαρύ στη γραία μέλισσα, όπως και όλες οι ερωτήσεις από τις νέες που ήθελαν να μάθουν· τις έπιασε περιέργεια, ζήλευαν, τα πράγματα αγρίεψαν, και επειδή η Μέλισσα δεν άλλαξε στάση, τη σκότωσαν και την έκαναν κομμάτια σαν άγριες μαινάδες που η παραφροσύνη τους γεννά τραγικά εγκλήματα. Η θεά το έμαθε και αμέσως πήγε στην Ελευσίνα θρηνώντας για τον άδικο θάνατο της πιστής της ιέρειας.
Από τη διαμελισμένη Μέλισσα η Δήμητρα έφτιαξε, με τρόπο που γνώριζε, τα σμήνη των μελισσών, από το κεφάλι τη βασίλισσα και από το υπόλοιπο σώμα τις εργάτριες και τους κηφήνες· τους είπε να κυριεύσουν τον κόσμο της φύσης και να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της, τόσο που η ζωή τους να σηματοδοτεί την αφθονία της.
Νωρίς το πρωί, όπως είχα πει στον μελισσοκόμο, έφτασα στο Καπανδρίτι για να αγοράσω την πρώτη μου κυψέλη. Μόλις με είδε, με ρώτησε ποιος με έχει αρρωστήσει. Δεν κατάλαβα την ερώτησή του, εκείνος, βλέποντας την απορία μου, με ξαναρώτησε. «Κανείς», του απάντησα, «ποιος να με αρρωστήσει;».
«Ααα, είσαι τελείως άσχετος! Mε ποιον πήγες στα μελίσσια και σε αρρώστησε;».
«Mε κανέναν», του απάντησα και συνέχιζα να μην καταλαβαίνω τίποτα. Eκείνη τη στιγμή μού ήρθε στον νου η κουφάλα της ελιάς και οι μέλισσες. «Μια σμηνουργία στην κουφάλα μιας ελιάς σε έναν ελαιώνα που φροντίζω με τράβηξε και όλα ξεκίνησαν από τότε».
Γέλασε και μου είπε πως όση ώρα εγώ τις παρατηρούσα αυτές με ψέκαζαν, «μα τι λες, τι με ψέκαζαν;». Η δεύτερη ερώτηση πάλι άσχετη. Με έκανε να πιστέψω πως ο τύπος ήταν κάποιος γραφικός που ήθελε να κάνει πλάκα με την ασχετοσύνη μου.
«Πόσες γυναίκες έχεις;».
«Μία», απάντησα, «παντρεμένος 30 συναπτά έτη».
Χαμογέλασε πάλι πλατιά και μου είπε: «Τώρα θα έχεις 3.000».
Όταν μια γυναίκα θέλει έναν άντρα, η χημεία που λέμε, απελευθερώνει φερομόνη, έτσι το αρσενικό, πέρα από τα άλλα κάλλη της, πιάνεται και από τη μύτη. Το ίδιο κάνουν και οι μέλισσες, «κοιτάξτε έναν καλό άνθρωπο», και σου ρίχνουν φερομόνη για να τις θέλεις και να τις αγαπήσεις, και σε τραβούν από τη μύτη κυριολεκτικά. Γι’ αυτό η ευφορία και η χαρά που μου έδιναν όταν τις αποζητούσα, σκέφτηκα. Και από εκείνη την ώρα άρχισα να αντιλαμβάνομαι και την όσφρηση σαν μια μεγάλη αίσθηση που δεν την είχα πολυμελετήσει.
Άνοιξη ήταν, και σύντομα ήρθε το καλοκαίρι. Όλο αυτό το διάστημα παρατηρούσα και περίμενα μία παραφυάδα των πέντε πλαισίων να αυξηθεί, να πολλαπλασιαστεί και να πιάσει τα δέκα πλαίσια, που δεν θα γινόταν αν δεν βοηθούσα με τάισμα. Η πρώτη φορά που, ως άσχετος, νόμισα ότι έπρεπε να μοιραστώ λίγο μέλι μαζί τους ήταν τόσο ολέθρια, που κάποιος άλλος και όχι εγώ ο γεροπεισματάρης θα τα είχε παρατήσει.
Με γυμνά χέρια και μόνο με καπέλο μελισσοκομικό και με αρκετό καπνό από το καπνιστήρι, άνοιξα το καπάκι. Οι αδέξιοι χειρισμοί μου σύντομα χάλασαν την ηρεμία της κυψέλης, αφού ένας εισβολέας επιχειρούσε να εισβάλει στο σπίτι τους. Τα τσιμπήματα ξεκίνησαν όταν άρχισα να τραβώ τα μεσαία πλαίσια. Μου φάνηκαν πιο βαριά και το μέλι πιο πολύ. Στο πρώτο που ανέβασα ο πόνος από τα κεντρίσματα ήταν τόσο οξύς, που ήθελα να τα παρατήσω και να τρέξω να γλιτώσω. Το πήρα, το τίναξα από τον πληθυσμό, έκλεισα το καπάκι και έφυγα γρήγορα, ενώ δεχόμουν πολλά και απανωτά τσιμπήματα.
Έτρεξα προς τη γυναίκα μου, που, ακούγοντας τις φωνές μου, είχε πάρει το νερό και με κατάβρεχε κατατρομαγμένη. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και τα κεντριά ατελείωτα. Όταν μετά από ώρα τελείωσαν όλα αυτά, τα χέρια μου πρήστηκαν τόσο που δεν έκλειναν. Έβαλα το πλαίσιο με την κερήθρα σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα και έκοψα μέλι από πάνω που γυάλιζε όμορφα και χρύσιζε. Δεν ήξερα όμως ότι από κάτω υπήρχαν ταπωμένα τα κελιά με τις προνύμφες.
Το επόμενο πρωί μάς βρήκε με βουητό που ερχόταν από τη μαύρη σακούλα. «Δεν μπορεί, δεν το έβαλα με μέλισσες». Kαι όμως, η σακούλα ήταν ζεστή, είχαν συμπληρώσει τις μέρες τους. Βγήκαν από τα κελιά τους ξεσφραγίζοντάς τα και βούιζαν δυνατά. Αμέσως ντύθηκα, φόρεσα τη στολή και γάντια (όπως μπορούσα, γιατί τα χέρια δύσκολα έκλειναν από την προηγούμενη συνάντηση μαζί τους). Τίποτα δεν ήταν το ίδιο, με δέχτηκαν σαν εχθρό, εισβολέα κακό, και ενώ προσπαθούσα να βάλω μέσα το πλαίσιο με τον γόνο τους, εκείνες τα τραβούσαν έξω και τα σκότωναν. Σκεφτόμουν πώς έμπλεξα με κάτι που δεν γνωρίζω, που είναι δύσκολο και θέλει πολύ αγώνα και μελέτη.
Η επιμονή και η μεγάλη δίψα για μάθηση σε θέματα που με ενδιαφέρουν με έκανε να σέβομαι τις μέλισσες και σιγά σιγά να κατανοώ την κοινωνία τους. Θα χρειάζονταν βιβλία ολόκληρα για να αναλύσουμε τη ζωή τους, όπως και τον μικροσκοπικό εγκέφαλό τους για τις πληροφορίες που μπορεί να συλλέξει – εκτός από νέκταρ, γύρη και βασιλικό πολτό. Είναι ένα θαύμα του μικρόκοσμου που αξίζει να προσέξουμε.
Στην Ελευσίνα έφερα κυψέλες στο μπαλκόνι μου. Παρατήρησα ότι οι μέλισσες ζούσαν καλύτερα, αυξάνονταν γρήγορα και οι ποσότητες μελιού ήταν πολύ ικανοποιητικές.
Στα σπίτια λουλούδια, διάφορα δέντρα και ευκολία να εξασφαλίσουν το νερό τους, οι συνθήκες για να ξεχειμωνιάσουν ιδανικές. Έδειχνα λοιπόν στα παιδιά μου μέσα από το σπίτι τη σύνθεση της κυψέλης, τη βασίλισσα, τις εργάτριες, τους κηφήνες, το μέλι, τον γόνο, τη γύρη, και αυτά κοιτούσαν πίσω από το τζάμι σαν να τους έδειχνα κάτι μαγικό.
Οι μέλισσες με σέβονταν, και εγώ το ίδιο. Ποτέ δεν μπήκαν στο σπίτι, η μυρωδιά των ανθρώπων μάλλον τις απωθεί, ενώ το δικό τους σπίτι μοσχοβολάει αιθέρια, όπως τα κεριά των παιδικών μου χρόνων, και αποπνέει μια γαλήνη και μια ηρεμία σαν να βρίσκεσαι μέσα σε τελετουργία με άγια πλάσματα. Όλα αυτά παραδόξως μπορούν να αλλάξουν, μία λάθος κίνηση, μία απειλή μπορεί να φέρει την ανατροπή. Το φτερούγισμα αλλάζει συχνότητα και από απαλό γίνεται ένα άγριο βούισμα. Ο συναγερμός φέρνει μπροστά όλη τη φρουρά που βρίσκεται σε επιφυλακή. Ποτέ ξανά δεν αντίκρισα τέτοιο ηρωισμό. Από αυτό το μικρό έντομο ξεπηδάει μία δύναμη δικαιοσύνης που είναι ικανή να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε στόχο, όσο δυνατός και μεγάλος κι αν είναι.
Όταν, λοιπόν, φτάνει στο σημείο να τσιμπήσει άνθρωπο, ο θάνατός της είναι προδιαγεγραμμένος (το δηλητήριό της είναι θεραπευτικό), αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει η θυσία της για το κοινό καλό, για την αγάπη της για το σμήνος, για τη βασίλισσά της.
Αρχές Απρίλη, Ελευσίνα, μπαλκόνι.
Δύο κυψέλες γεμάτες με πολύ μεγάλο πληθυσμό, όλος έξω, παντού μέλισσες, «τι γίνεται, τι πάρτι είναι αυτό!». Ξαφνικά η καθημερινή ηρεμία έχει διαλυθεί, όχι όμως με επιθετικό ή άγριο τρόπο, αλλά κάπως σαν χορός, σαν χαρά μεγάλη. Αποχαιρετισμός της ψυχής από το σώμα, ένα κομμάτι της ξεχωρίζει από το άλλο, σμηνουργία (αφεσμός), η καινούρια ζωή αλλού θα συνεχιστεί, όπου διαλέξει, σε όποιο σημείο επιλέξει ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, παρά τη φροντίδα, τη δουλειά και την αγάπη.
Ανθρώπινη επέμβαση, «δεν θέλω να σας χάσω, θέλω να μείνετε μαζί μου». Με δύο ξυλάκια ίδιου μεγέθους χτυπάω ρυθμικά, ενώ το μελίσσι (σμάρι) κατευθύνεται προς την ίδια διπλανή πολυκατοικία. Εντελώς ξαφνικά ο ρυθμός του ήχου που επαναλαμβάνεται κάνει τη δουλειά του και οι μέλισσες, όλες μαζί, κινούνται ρυθμικά προς τα κάτω και προς το μέρος από όπου έρχεται ο ήχος. «Δουλεύει», σκέφτηκα. Το είχα διαβάσει κάπου, δεν θυμόμουν πού, αλλά δεν το είχα κάνει ποτέ. Οι μέλισσες έκατσαν στον τοίχο του κτήματος, στα όρια με το σπίτι μου.
Ντυμένος με τη στολή, και με το καπνιστήρι μου, κατέβηκα και προσπάθησα να διακρίνω πού ήταν η βασίλισσα. Η κυψέλη καθαρή και καινούρια, ανοιχτή περίμενε τον πληθυσμό της. Πήρα μία γερή χούφτα με μέλισσες και τη βασίλισσα, που την είχα εντοπίσει, και τίναξα την κυψέλη.
Σε λίγο όλος ο πληθυσμός, σαν πιστές στρατιωτίνες, μεταφέρθηκε κάνοντας ουρά από την είσοδο της κυψέλης, ακολουθώντας τη χαρακτηριστική μυρωδιά της μεγάλης μητέρας που χωρίς αυτή ζωή δεν υπάρχει. Το συναίσθημα που με συγκλόνισε είναι ότι σε όλο αυτό συμμετείχα, με την πράξη μου άλλαξα τον προορισμό τους, και αφού βρήκαν εύκολα ένα καινούριο σπίτι, αποφάσισαν να μείνουν.
Πόσο αγγελικά και αρμονικά μπορούμε να ζούμε μαζί τους, να μας δείχνουν τον δρόμο με τα θαυμαστά έργα τους, να δημιουργούμε, να ομορφαίνουμε. Αυτή η σκέψη με έβγαλε πολλές φορές από τις σπηλιές και τα σκοτάδια του νου μου.
Άρχισα να αναλογίζομαι ότι όλα αλλάζουν μέσα μου, και η αντίληψη που είχα για τη ζωή έπεφτε σε ένα κενό βαθύ όσο και οι μαύρες σκέψεις μου. Ένα παλιό βιβλίο που έπεσε πριν από χρόνια στα χέρια μου, από κάποιον παλιό στρατιωτικό, ανέφερε πως οι ιθαγενείς σε τόπους της Αφρικής είχαν βρει έναν τρόπο να τιμωρούν και να συνετίζουν ανθρώπους παραβατικούς που ο νους τους τους οδηγούσε συνέχεια στη βία, στις δολοφονίες, στους βιασμούς και σε κάθε λογής άσχημες πράξεις προς τους συνανθρώπους τους. Αφού, λοιπόν, το αποφάσιζαν, τους έπαιρναν, άνοιγαν λάκκους (τάφους), τους έθαβαν ζωντανούς, τους έδεναν χέρια και πόδια, και τους έβαζαν στο στόμα ένα καλάμι για να αναπνέουν – αυτή ήταν η μοναδική τους επαφή με τη ζωή. Έλεγαν ότι αυτά τα καθάρματα πέθαναν και έφευγαν για να πάνε στις δουλειές τους.
Μετά από τρεις μέρες και νύχτες πήγαιναν στους τάφους, τους ξέθαβαν και φώναζαν πως τα αδέρφια τους είχαν αναστηθεί και τώρα πια ήταν άλλοι άνθρωποι, το κακό δηλαδή είχε φύγει από μέσα τους, και θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Δεν γνωρίζω αν αυτός ο τρόπος είχε αποτέλεσμα, αλλά για να τον χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της Αφρικής θα είχε κάποιο.
Όλες μας οι πράξεις είναι αποτέλεσμα της ψυχής και του μυαλού μας, χαρακτηρίζουν αυτό που έχουμε μέσα μας. Πέτα ζιζάνια και παράριζα από τη ρίζα της ψυχής και λάτρεψε την ομορφιά της ζωής, τη δυνατότητα που έχουμε να κάνουμε το καλό, τη δημιουργία του κάλλους που έλεγαν οι πρόγονοί μας, και όχι του κάλου του μυαλού μας που μας κρατάει αγκυλωμένους σε συνήθειες ρουτίνας, μελαγχολίας, ασχήμιας εσωτερικής και εξωτερικής.