Με μεγάλο σεβασμό στη μεταβιομηχανική ιστορία της πόλης, στην αρχιτεκτονική της και στη γενναιόδωρη αισθητική της, χρησιμοποιεί το φως, την προβολή, το νερό και τον ήχο για να μετατρέψει τον χώρο σε ένα Τελεστήριο, έναν χώρο κοσμικής μύησης, όπου απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση στο κοινό να ανακαλύψει –χωρίς ιεράρχηση– τις εύγλωττες επιφάνειες των λίθων, τις αναπάντεχες αντανακλάσεις στους τοίχους και στην οροφή, καθώς και τις κινούμενες εικόνες στις οποίες οι περφόρμερ φαίνονται (κυριολεκτικά) να ανασύρουν λείψανα της ευρωπαϊκής ιστορίας από το οπλοστάσιο του παρελθόντος. Οι περφόρμερ είναι οργανωμένοι με τρόπο αποκεντρωμένο. Οι ενέργειές τους βασίζονται σε συμφωνίες που παραμένουν άγνωστες, αλλά που σαφώς ακολουθούν μια συνεκτική λογική μεταξύ των σωμάτων, των αντικειμένων και του ήχου. Η προσοχή και η φροντίδα του ενός προς τον άλλο είναι εμφανείς. Όλοι μαζί κατασκευάζουν ένα τοπίο που παρουσιάζει ταυτόχρονα έναν κόσμο στα ερείπια των κυρίαρχων αφηγημάτων και την ποιητική δύναμη της αντίστασης στην υφιστάμενη τάξη πραγμάτων.
Ακούγεται μουσική στην οποία οι εκλεπτυσμένες συνθέσεις δεν μπορούν να αποδοθούν σε γνωστά όργανα. Ακούγονται και φωνές: ηχητικά τεκμήρια που συλλέχθηκαν στην Ελλάδα στα μέσα του 20ού αιώνα από τον Samuel Baud-Bovy, εθνομουσικολόγο και μουσικό ο οποίος είναι παγκοσμίως γνωστός για την ευρεία κατάρτιση όσον αφορά το έργο του. Χάρη στην προσεκτικά συγκροτημένη ισορροπία των συστατικών στοιχείων –ανάμεσα σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που ακούγεται–, οι επισκέπτες γίνονται κυρίαρχοι παρατηρητές. Και όσοι είναι προσεκτικοί μπορεί ακόμη και να ανακαλύψουν την έβδομη στήλη.